ἀκρωτηριασμοί

ἀκρωτηριασμοί
ἀκρωτηριασμός
amputation
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • ακρωτηριαστήρας — ο (ιατρ.), το χειρουργικό μαχαίρι με το οποίο γίνονται οι ακρωτηριασμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”